ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

39.Κάποτε στην Παλιά Φιλιππιάδα.

του Μιλτιάδη Δ.Κωστάκου
Ξυπόλυτο τάγμα εν δράσει. Επιχείρηση καρπούζια.
Πίσω πάλι στο χωριό, στα παιδικά μου χρόνια. Τόσο με έχει στοιχειώσει η εικόνα του χωριού μου. Ιδιαίτερα στην παιδική μου ηλικία. Που δε λέει να ξεθωριάσει και να σβήσει από μέσα μου. Φαντάζομαι πως το ίδιο συμβαίνει με όλους μας. Δεν πα να γίνεις σπουδαίος και τρανός. Να κατοικήσεις σε άλλους τόπους καλύτερους και πιο θελκτικούς. Κι ας αλλάξει η ζωή σου άρδην προς το καλύτερο. Μέσα σου, εκεί στα βάθη του είναι σου, υπάρχει ένα εικονοστάσι με την εικόνα του χωριού σου, των παιδικών σου χρόνων, και μια λαμπάδα ολομπροστά να καίει και να φωτίζει όσο κρατάει η ζωή σου.
Έχω την αίσθηση ότι χωριό και παιδική ηλικία στη συνείδηση μας αποτελούν δυο έννοιες, δυο ιδέες, αν θέλετε δύο οντότητες καλύτερα, αλληλένδετες και αλληλέγγυες μεταξύ τους, αχώριστες. Άλλο πόλη κι άλλο χωριό. Στην πόλη κατάγεσαι, λέει, από μια συνοικία. Πού με είδες πού σε είδα δηλαδή. Το χωριό είναι μια ανεξάρτητη και αυτοτελής οντότητα. Όπου το κάθε μέλος είναι η εικόνα και ο καθρέφτης του ίδιου του χωριού, καθώς ο καθένας φέρει μέσα του βιολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της κοινότητας εν συνόλω. Πώς να σβήσεις από το χάρτη της παιδικής σου ζωής τα πρώτα βιώματα, αυτά που σε προσδιορίζουν ως τα βαθιά σου γεράματα.
Τα λέω αυτά, για να καταλάβει ο αναγνώστης εδώ την προσήλωση και την εμμονή μου που διαλέγω τα θέματά μου από την ανεξάντλητη παρακαταθήκη της παιδικής μου ηλικίας.
Πίσω στο χωριό, λοιπόν, στην Παλιά Φιλιππιάδα.
Στεκόμασταν μια μαρίδα παιδιά ένα καλοκαιρινό πρωινό στην πλατεία σε μια άκρη, εκεί στα μαγαζιά. Ώρα έντεκα περίπου και ο ήλιος από ψηλά να στέλνει όλο και πιο καφτερές τις ακτίνες. Ώρα να του δίναμε, να το διαλύαμε. Αλλά πού να πηγαίναμε; Το ίδιο πάντα πρόβλημα. Ερημιά και ησυχία τριγύρω. Ο κόσμος, γυναίκες και άντρες, είχαν από νωρίς τραβήξει για τις δουλειές τους, οι περισσότεροι κατά τον κάμπο. Οι τελευταίοι, που είχαν ξεμείνει στο καφενείο για το πρωινό καφεδάκι τους, είχαν πάει κι αυτοί στην αγορά για τα διάφορα ψώνια. Θα γύριζαν κατά το μεσημέρι να πιουν τα ουζάκια τους. Η συνηθισμένη καλοκαιρινή εικόνα του χωριού κάθε πρωί. Όλοι στις δουλειές τους ή στα σπίτια, πάλι για δουλειές, και μόνο εμείς τα παιδιά δίναμε μια νότα από κίνηση κι από ζωή. Αλλά κι εμείς κινδυνεύαμε από την πλήξη που σιγά- σιγά και εκνευριστικά νάρκωνε τα μέλη μας. Ανάγκη πάσα να βρούμε να κάνουμε κάτι, για να αποτινάζαμε την ανία από πάνω μας. Αλλά τι; Ευτυχώς όμως που υπάρχει ο μεσημεριάτικος, ο μεσημβρινός δαίμων, που σε τέτοιες περιπτώσεις αμηχανίας και πλήξης βγάζει τα παιδιά από το αδιέξοδο. Σαν από μηχανής θεός, αν μπορούμε να τον πούμε έτσι. Γιατί στην πραγματικότητα δεν είναι ο θεός που τα σπρώχνει στις σκανταλιές, τις διαολιές αλλιώς πως. Κάτι που ουδόλως ενοχλεί τα παιδιά. Αν δηλαδή αυτά που σκέφτονται να κάνουν συμβαδίζουν ή όχι με τον ηθικό κώδικα. Ψιλά γράμματα τέτοιες ευαισθησίες και ηθικά διλήμματα. Τους φτάνει να κάνουν εκείνο που θέλουν και που τους αρέσει και ως προς τα άλλα δεν τρέχει τίποτε.
Εκεί λοιπόν στο αποκορύφωμα της πλήξης και ό,τι είχαμε πάρει την απόφαση να το διαλύσουμε, να σου από πέρα στο δρόμο είδαμε να ξεκαμπίζει από τη στροφή κάτω στα Κοτζαίικα ένα κάρο και να ΄ρχεται προς το μέρος μας. Απόσταση περί τα εκατό μέτρα. Μη έχοντας και τίποτε καλύτερο να κάνουμε βαλθήκαμε να το κοιτάζουμε. Εκείνο όλο και πλησίαζε. Ξέραμε για ποιο λόγο ερχόταν, γιατί κι άλλες φορές, καλοκαίρια, το είχαμε ξαναδεί το έργο. Ήταν ένα κάρο, μια σούστα, που έφερνε καρπούζια να τα πουλήσει, ο καροτσέρης ο καλλιεργητής δηλαδή, στα εδώ μπακάλικα. Άραζε δίπλα στο μαγαζί, ξεπέζευε και με δυο μεγάλα κοφίνια κουβαλούσαν τα καρπούζια, για το ζύγισμα και τα λοιπά. Φώναζαν στο μεταξύ και μερικούς από εμάς να βοηθήσουμε και στο τέλος θα παίρναμε από ένα καρπούζι ο καθένας ως αμοιβή.
Δηλαδή τίποτε το σπουδαίο για την περίσταση, για τα ζόρια που λόγω της πλήξης τραβάγαμε εκείνη την ώρα. Σε λιγάκι θα τελείωνε η δουλειά και αυτό θα ήταν όλο. Εμείς θα μέναμε πάλι πίσω στην απραξία με την πλήξη να δοκιμάζει τα νεύρα μας.
Τότε ήταν, λίγο πριν φτάσει το κάρο, που ανέλαβε ρόλο ο μεσημεριάτικος δαίμων, που λέγαμε, με το πρόσωπο ενός φίλου μας μεγαλύτερου κατά πεντέξι χρόνια παραπάνω από εμάς, που όλη την ώρα καθόταν παραπέρα μόνος του. Ήρθε το λοιπόν δίπλα μας εκείνο το παιδί, ο μεσημεριάτικος δηλαδή διαολάκος, και μας σφύριξε στο αυτί «το και το θα κάνουμε». Διαολεμένο σχέδιο. Συμφωνήσαμε απαξάπαντες.
Θα σας πάω τώρα σε ένα άλλο σκηνικό, σε μια άλλη εικόνα μιας άλλης εποχής, όχι πολύ μακρινής, καμιά δεκαπενταριά χρόνια πίσω. Θα καταλάβετε.
Καλοκαίρι ήταν και τότε αλλά βράδυ, στην Αθήνα τον καιρό της Κατοχής. Μια παρέα γαβριάδες, με κασκέτα τραγιάσκες στο κεφάλι, ντύσιμο φτωχικό, καταλαβαίνετε, και τσιγάρο στο στόμα, κάθονταν του καλού καιρού, νύχτα είπαμε, στην άκρη σ’ ένα πεζοδρόμιο και χάζευαν με τη νυχτερινή κίνηση του δρόμου. Όπου σε κάποια στιγμή βλέπουν ένα γερμανικό στρατιωτικό καμιόνι να σταματά απέναντι τους και από μέσα του να ξεπετάγονται δυο- τρεις Γερμανοί στρατιώτες με τα όπλα στα χέρια τους και με γρήγορες κινήσεις να παίρνουν θέση γύρω από το αυτοκίνητο. Λίγο μετά, τα παιδιά βλέπουν τους Γερμανούς να κουβαλούν κουραμάνες και άλλα τρόφιμα και να τα πηγαίνουν μέσα στο διπλανό κτίριο. Ήταν η ώρα του ανεφοδιασμού με τρόφιμα στις γερμανικές σκοπιές που περιπολούσαν στους δρόμους της σκλαβωμένης Αθήνας.
Τα παιδιά, ενόσω διαρκούσε το κουβάλημα, έβλεπαν και το μυαλό τους δούλευε πυρετωδώς. Οι κουραμάνες λαχταριστές, τα τυριά και οι μαρμελάδες, περνούσαν μπροστά από τα μάτια τους και τα παιδιά τα θέριζε η πείνα. Τι έκαναν, λοιπόν. Ένα παιδί από αυτά ξεκόπηκε από τη συντροφιά και κατευθύνθηκε αργά αλλά θαρρετά προς το αυτοκίνητο, που όσο διαρκούσε το κουβάλημα όλη την ώρα είχε εύλογα αναμμένα τα φώτα, μη τυχόν γίνει τίποτε μέσα στο σκοτάδι. Πλησίασε το παιδί τα φανάρια και έσκυψε δήθεν να πάρει φωτιά από το ηλεκτρικό φως. Όταν το πήρε είδηση ο Γερμανός φρουρός έβαλε τις αγριοφωνάρες «ράους, ράους» και έσπευσε να διώξει το παιδί με τις κλωτσιές έχοντας για την περίσταση προτεταμένο το όπλο του. Στη συνέχεια, όταν είδε καλύτερα την πρόθεση του παιδιού ν΄ανάψει το τσιγάρο του από τα φανάρια, ξέσπασε στα γέλια παροτρύνοντας το να συνεχίσει την προσπάθεια για να σπάσει πλάκα. Δεν ήξερε ο Γερμανός πως πίσω είχε η αχλάδα την ουρά. Γελούσε με την «αφέλεια» του παιδιού, ενώ πίσω οι γαβριάδες ξαλάφρωναν το φορτηγό από ένα βάρος του.  
Ήταν το περίφημο «ξυπόλυτο τάγμα» που σχεδίαζε και εκτέλεσε με θαυμαστή ευφυΐα και τόλμη την όλη επιχείρηση. Μια ομάδα παιδιά από τις πολλές που δρούσαν στη σκλαβωμένη τότε Αθήνα της Κατοχής. Παιδιά δηλαδή που κυριολεκτικά έπαιζαν με το θάνατο σκαρώνοντας ανάλογες προς αυτή που είπαμε κασκαρίκες, πανουργίες δηλαδή που είχαν στόχο τον προσπορισμό διάφορων αγαθών, κυρίως τροφίμων, αλλά και να ρεζιλέψουν τον ιταμό κατακτητή. Παιγνίδια με το θάνατο δηλαδή ,παιδικά.
Κοντά σ’ αυτά αναφέρονται και άλλα κατορθώματα στο ενεργητικό του ξυπόλυτου τάγματος με καθαρά πατριωτικό χαρακτήρα, καθώς τα παιδιά εκείνα συμμετείχαν σε διάφορα σαμποτάζ, που οργάνωναν οι αντάρτικες τότε ομάδες κατά των κατακτητών, αναλαμβάνοντας (τα παιδιά) συγκεκριμένους ρόλους, που δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να φέρουν εις πέρας οι μεγαλύτεροι κατά την ηλικία πατριώτες αγωνιστές.
Τα ξέραμε εμείς αυτά κατοπινότερα από τις εφημερίδες και κυρίως από διάφορα περιοδικά πατριωτικού περιεχομένου, εκτός από τις προφορικές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν από πιο κοντά τα μεγάλα αυτά γεγονότα.
Στα δικά μας τώρα.
Είχαμε μείνει στην εφαρμογή του σχεδίου στην επιχείρηση «καρπούζια». Θα δείτε, πως δεν υστερήσαμε κι εμείς σε πρωτοτυπία και τόλμη (η λέξη εδώ με τους περιορισμούς που επιτάσσει η σύγκριση με το παραπάνω περιστατικό της Κατοχής, προς τήρηση του μέτρου. Για να μην είμαστε υπερβολικοί. Άλλο η Αθήνα της Κατοχής κι άλλο η ειρηνική ατμόσφαιρα ενός χωριού, όπως η Παλιά Φιλιππιάδα της μεταπολεμικής περιόδου, να εξηγούμαστε).
Η παρένθεση, κάπως μεγάλη και διεξοδική κρίθηκε εύλογα απαραίτητη. Πάμε παρακάτω. Εμείς μπροστά μας εκεί είχαμε ως δέλεαρ τα καρπούζια, κατώτερο βέβαια αγαθό ως προς την αξία, συγκεκριμένο με τις κουραμάνες και τις μαρμελάδες των Γερμανών στην Κατοχή που είπαμε πιο πάνω. Όχι όμως και τόσο ευκαταφρόνητα ήταν, όσο να πεις, και τα καρπούζια. Πείνα εκεί, πείνα κι εδώ με κάποια σαφή διαφορά. Το ρίσκο βεβαίως στην περίπτωση μας, ασφαλώς ήταν πολύ μικρότερο, ασήμαντο σχεδόν σε σύγκριση με το φόβο των Γερμανών, οι οποίοι δεν το είχαν σε τίποτε να εκτελέσουν τα παιδιά εκεί καταμεσής του δρόμου, όπως οι κυνηγοί σκοτώνουν τις μπεκάτσες και τα κοτσύφια. Εμείς εδώ το πολύ που θα παθαίναμε, άμα μας ανακάλυπταν, ήταν τίποτα φωνές και κάποιες παρατηρήσεις προσβλητικές του τύπου: «παλιόπαιδα, δε ντρεπόσαστε, κλπ», Τέτοια. Ποιος τα λογάριαζε αυτά, που είχε αργαστεί το τομάρι μας από παρόμοιες… φιλοφρονήσεις. Αν έπεφταν και τίποτε ψιλές, καρπαζιές δηλαδή, εκεί υπήρχε ένα θέμα. Όχι πως θα μας κόστιζε κιόλας τόσο πολύ, ώστε να παραιτούμασταν από το εγχείρημά μας που σχεδιάζαμε εκείνη την ώρα. Τα καρπούζια εκείνο τον καιρό μέτραγαν ως φαγώσιμα ή φρούτα (πες τα  όπως θέλεις), ειδικά για τα παιδιά , τα οποία οι λεγόμενοι ηθικοί φραγμοί έχουν ελάχιστη σημασία προκειμένου να θεωρηθούν εμπόδια στην πραγματοποίηση της όποιας τους επιθυμίας. Μόνο ο φόβος μιας πιθανής τιμωρίας ,μπορεί να τα αποθαρρύνει, αλλά κι αυτός ξεπερνιέται, ανάλογα με το δέλεαρ και το ρίσκο, βέβαια.
Εν πάση περιπτώσει, καταλάβατε τώρα σε τι αποσκοπούσε το σχέδιο το δικό μας. Θα κλέβαμε καρπούζια, όσα μπορούσαμε, και όσο για τους φόβους και τα λοιπά, ασ’ τα να κουρεύονται. Σιγά, μην κωλώναμε. Εδώ είχαμε κάνει άλλα κατορθώματα με περισσότερο ρίσκο, ακόμα και τη ζωή μας την ίδια διακινδυνεύοντας. Για μια μικροκλοπή θα χολοσκάγαμε; Αστεία πράματα. Ναι, αλλά το σχέδιο ήταν ιδιαίτερα ευφυές κι αυτό μας εξιτάριζε, πώς να το κάνουμε. Δε βρίσκονται κάθε μέρα τέτοιες ευκαιρίες, όπου να δοκιμάζονται η εξυπνάδα σου, η πονηριά σου, η καπατσοσύνη αν θέλετε, σε συνδυασμό με την προοπτική ενός κέρδους, ως επιβράβευση της μαγκιάς σου (δώστε όποιον θέλετε ορισμό στη λέξη).
Δείτε το σχέδιο στην εφαρμογή του, στην πλήρη λειτουργία του. και, μα την αλήθεια, θα μας βγάλετε το καπέλο σας.
Τα πράγματα από την αρχή κύλησαν όπως τα είχαμε προβλέψει. Για το κουβάλημα των καρπουζιών, μπακάλης και ιδιοκτήτης χρειάστηκαν να αποτανθούν σ’ εμάς.
«Παιδιά, βάλτε κι εσείς ένα χεράκι να ξεμπερδεύουμε λιγάκι πιο γρήγορα. Με το αζημίωτο βέβαια». Κατά πως δηλαδή λέγαμε. Φυσικά, σπεύσαμε πέντε από εμάς να βοηθήσουμε. Κάναμε δυο τριάδες. Στη μέση της καθεμιάς κράταγε ένας από τους μεγάλους, ο μπακάλης και ο μπαξεβάνος σαν πιο γεροί δυο κοφίνια μεγάλα από τις λαβές κι εμείς τα παιδιά από τις άκρες. Ένα παιδί από πάνω ανεβασμένο στο κάρο έριχνε τα καρπούζια. Όπως έκαναν και τα παιδιά με τους Γερμανούς παλιότερα. Τα γράφω αναλυτικά και όσο παραστατικά γίνεται, για να καταλάβετε την εικόνα.
Όταν τα κοφίνια γέμιζαν κατευθύνονταν η μια τριάδα πίσω από την άλλη προς το μαγαζί για τα περαιτέρω, ζύγισμα στη πλάστιγγα και τα σχετικά.
Ως εδώ πάει καλά. Το σχέδιο άρχιζε από το σημείο αυτό και ύστερα. Αμέσως, μόλις οι δυο τριάδες με κοφίνια χάνονταν στο σκοτεινό άνοιγμα της πόρτας του μπακάλικου, καμιά εικοσαριά μέτρα πιο πέρα, ο αρχηγός μας αναλάμβανε δράση στο δικο του ρόλο και συντόνιζε την όλη επιχείρηση με σιγανές και κοφτές οδηγίες στους υπόλοιπους εμάς. Αυτός δε μετείχε ενεργά στο παιχνίδι παρά καθόταν ανάμερα και παρακολουθούσε, για να επέμβει κάθε φορά στην κατάλληλη στιγμή. Έλεγε για παράδειγμα “τώρα” κι εμείς στη στιγμή αραδιαζόμασταν στη σειρά ο ένας δίπλα στον άλλο δύο-τρία μέτρα μεταξύ μας και το παιδί από το κάρο έριχνε τα καρπούζια, τώρα σ’εμάς. Έτσι χέρι το χέρι μεταφέρονταν αυτά σε μια απόσταση από το κάρο κοντά στα είκοσι μέτρα, όπου ήταν ένα συθάμινο από καλαμιά και βάτα. Εκει τα ρίχναμε για να είναι κρυμμένα από την κοινή θέα. Οταν έβγαιναν απο το μαγαζί οι μεταφορείς με τα άδεια κοφίνια, τότε ο αρχηγός αλλάζε το σύνθημα. “Σταματήστε” έλεγε κοφτά και σιγανά κι εμείς παρατάγαμε τη διάταξη και καθόμασταν παρακολουθώντας δήθεν αμέριμνοι. Και ύστερα ξανά από την αρχή. Αυτή η δουλειά συνεχίστηκε κανά δυο ώρες. Τα καρπούζια ήταν πολλά. Ο καροτσέρης είχε βάλει στα πλευρά της καρότσας και άλλες πρόσθετες σανίδες για να αυξήσει τη χωρητικότητα. Οταν κάποτε τελείωσε το ξεφόρτωμα ο ιδιοκτήτης μας ευχαρίστησε δίνοντας στα παιδιά που μετείχαν στο κουβάλημα από ένα μεγάλο καρπούζι και ύστερα τράβηξε στο δρόμο για το χωριό του. Ηταν κάτω από τα χωριά του Λούρου, από τον Ωρωπό. Θα ερχόταν πάλι του χρόνου ο ίδιος πάλι. Δεν είχε πάρει μυρουδιά ο αγαθός εκείνος άνθρωπος την κασκαρίκα που του είχαμε κάνει.
Ο μπακάλης, δεν πολυήμασταν βέβαιοι αν μας είχε πάρει είδηση ή όχι. Από τον ήλιο-μερα έγινε το κόλπο- και από τον μπακάλη δεν ξεφεύγεις εύκολα. Όλα τα βλέπουν αυτοί αλλά δε μιλάνε, ο καθένας τους για το δικό του λόγο.
Τέλος καλό, όλα καλά. Όλα δούλεψαν ρολόι, στην εν τέλεια κι όλοι μείναμε ευχαριστημένοι. Ο μπαξεβάνος και ο μπακάλης, γιατί τους έγινε η δουλειά. Κι απο την άλλη εμείς ακόμα περισσότερο.
Το θέμα ωστόσο που προέκυψε, τελικά ήταν άλλο και μας ξάφνιασε. Καλά είναι να κλέψεις και να μη σε πάρουν χαμπάρι. Τι γίνεται όμως από εκεί και πέρα με τα κλεψιμαίικα, πως τα διαχειρίζεσαι;
Αυτό δεν προβλέφθηκε στο αρχικό μας σχέδιο. Αν ήταν για παράδειγμα χρήματα, απλά θα τα μοιραζόμασταν κανονικά και από δω πάνε οι άλλοι. Αλλά είκοσι καρπούζια ήταν πολλά για να πέρναγε ντούκου η δουλειά. Και ήταν και πολύ βαριά τα αναθεματισμένα, κοντά δέκα οκάδες το καθένα.
 Στο σπίτι οι μανάδες, εκείνες τις φωνές που θα μας έβαζαν, καθώς δεν έστεργαν με τίποτε να δεχτούν πράγμα τα κλεψιμαίικα. Να τα πουλάγαμε κάπου αλλού, ούτε σκέψη γι'αυτό. Η μόνη λύση ήταν να τα τρώγαμε. Άλλωστε γι’αυτό τα είχαμε κλέψει. Για να τα φάμε. Αλλά πάλι, μια ντουζίνα παιδιά πως να τρώγαμε είκοσι καρπούζια; δεν είχαμε λάβει καμία μέριμνα γι'αυτό, όταν σχεδιάζαμε την επιχείρηση. Σε ο,τι καταγίνονται τα παιδιά, μπροστά πάει η επιθυμία και το μυαλό, όσο είναι αυτό, πάει περίπατο.
Τέλος πάντως για μικρό πρόβλημα επρόκειτο, εδώ που τα λέμε, και δεν πέσαμε του θανατά για να το λύσουμε. Φορτωθήκαμε τα καρπούζια και το κόψαμε μέσα από τον κάμπο με προφυλάξεις, είναι αληθεια, μη μας έβλεπε κανένα μάτι και το έκανε βούκινο στο χωριο, θα γινόμασταν ρεζίλι των σκυλιών. Εδώ δεν ήταν μια μικροκλοπή, ένα μεμονωμένο περιστατικό, από τα πολλά που γίνονταν τότε από τα παιδιά. Επρόκειτο για μια ληστεία με ομαδική συμμετοχή πολλών παιδιών. Θα ξεσπούσε σκάνδαλο πρώτου μεγέθους για τα δεδομένα του χωριού τότε.
Ο αρχηγός στη δύσκολη αυτή θέση που βρεθήκαμε στάθηκε και πάλι αντάξιος του αξιώματος. Μάς οδήγησε σαν άλλος Μωυσής, όχι στη γη της επαγγελίας -να μη λέμε και υπερβολές- αλλά σε μια κρυψώνα απίθανη, δίπλα στο ποτάμι στην όχθη, μια τοποθεσία κατάφυτη που δε σ’έβλεπε ανθρώπου μάτι, που δε τη διαπερνούσαν ούτε οι ακτίνες του ηλίου. Ξαπλώσαμε πρώτα να πάρουμε πρώτα δύο ανάσες που είχαμε κοψομεσιαστεί από το περπάτημα και το βάρος που κουβαλάγαμε. Ύστερα άρχισε το γλέντι. Και τι γλέντι. Να’χεις μπροστά σου στην απόλυτη διάθεση σου, στην ασυγκράτητη βουλιμία σου σωρό τα καρπούζια. Πρωτη φορά που ζούσαμε κάτι τέτοιο. Μας έφερνε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου καμία φορά στη χάση και στη φέξη που λέμε, κανά καρπούζι μικρό ίσα με ενάμισι δύο οκάδες το πολύ να το μοιραστούμε έξι άτομα στο σπίτι από μια σφήνα ο καθένας. Τι’ναι ο κάβουρας, τι’ ναι το ζουμί του, ποιος να φάει και ποιος να αγιάσει. Θυμάμαι εγω έτρωγα μέχρι την πέτσα κάτω την φέτα το καρπούζι όσο δεν έπαιρνε άλλο. Τόση λίμα μας έδερνε τα χρόνια εκείνα. Τώρα όμως είχαμε μπροστά μας τα καρπούζια στην απόλυτη διάθεση μας, επαναλαμβάνω, και σε τόση αφθονία.
Ριχτήκαμε με τα μούτρα στην κυριολεξία στο φαί. Ούτε μαχαίρια ούτε πιρούνια. Με τα χέρια και με τα δόντια και ύστερα με τη μούρη ολάκερη χωμένη στη γλυκόχυμη σάρκα των καρπουζιών, κατακόκκινη και λαχταριστή. Ετσι ντε, αυτό ήταν απόλαυση. Μπράβο στην καρπουζιά που κάνει τέτοιους καρπούς. Να δείτε, ρε παιδιά -έχω δει εγώ- που ένα τόσο μικρό και ασήμαντο φυτό, πως κάνει τόσο μεγάλους στρογγυλούς καρπούς σαρκώδεις, είναι να απορείς με το πράγμα.
Σε κάποια ώρα η βουλιμία, η μεγάλη όρεξη, κόπασε. Είχε, όπως ήταν φυσικό, επέλθει ο κορεσμός, ή χόρταση. Ποσό να χώραγε το στομάχι μας; Ήρθε στιγμή που βλέπαμε το καρπούζι ανοιχτό μπροστά μας να προσφέρεται λαχταριστό και δε μας έκανε όρεξη. Δίπλα μας ο σωρός με τα καρπούζια είχε βέβαια χαμηλωσει αισθητά αλλά δεν είχε σωθεί. Απέμεναν καμία δεκαριά ακόμη. Τα βλέπαμε αλλά οκνευαμε να τα φάμε. Να τα γυρίζαμε στο σπίτι μας και να τα τρώγαμε, αυτο δε γινόταν. Κάναμε τότε το άλλο από ένα καρπούζι που παίρναμε το κοπανάγαμε σ’ένα κούτσουρο εκεί κοντά και αυτό άνοιγε με το πρώτο σε τρία τέσσερα κομμάτια τη λαχταριστή γλυκοχυμη σάρκα. Δε μπορούσαμε όμως. Αρκουμασταν να χώνουνε τη μούρη μας και να τρώμε λίγο, ίσα που να λέμε ότι φάγαμε και να ξεγελάμε έτσι μέσα μας το ακόρεστο ένστικτο της πείνας αλλά και της ανάγκης για τη γευστική απόλαυση που συνοδεύει συντροφιαστά το αίσθημα αυτό της πείνας.
Στο τέλος καταλήξαμε να πετάμε κομμάτια κομμάτια τα καρπούζια στο νερό και να τα βλέπουμε, ώσπου χάνονταν πιο κάτω παρασυρμένα απο το ρεμα. Προσωπικά θυμάμαι πως ένιωσα κάπως άσχημα από τον άδοξο τερματισμο εκείνης της ιστορίας, που είχε αρχίσει με τόσο δυνατές συγκινήσεις. Αλλα για λίγο διάστημα το αίσθημα αυτό. Στα παιδιά τόσο η χαρά όσο και η λύπη κρατάνε όσο μια παιδική ανάσα. Όσο κρατάει μια παιδική σκέψη φτερωτη και να’ρθει παλι στο φτερό η αμέσως επόμενη. Να ξανανοίξει ο κύκλος, φτου και παλι απο την αρχή. Ετσι είναι τα παιδιά και ευτυχώς που είναι έτσι.
Εσείς τώρα που διαβάσατε αυτά τα πράγματα, για το ξυπόλυτο τάγμα, παράλληλα με το δικό μας κατοπινότερο κατόρθωμα, κάντε τους αναγκαίους συνειρμούς και βγάλτε τα δικά σας συμπέρασματα.
Σεπτέμβριος 2017
Μιλτιάδης Δ.Κωστάκος


Δεν υπάρχουν σχόλια: